Ξεχώριζες ανάμεσα στο
πλήθος.
Χιλιάδες σκυθρωποί
οδοιπόροι να προσκυνούν τα λανθάνοντα
νιάτα τους.
Με το βλέμμα καρφωμένο
στην, απ τους άλλους, δοσμένη συνταγή
για ευτυχία.
Να μιλούν για κατεστραμμένες
κυβερνήσεις κ για ανθρώπους-δούλους,
δίχως να αντιλαμβάνονται πως
συγκαταλέγονται κ οι
ίδιοι μέσα σε αυτούς.
Πιάνονται χέρι-χέρι,
δίχως να αγγίζονται.
Κ όταν το βράδυ σβήνουν
τα φώτα στις υγρές κάμαρες, τους
προσποιούνται έρωτα.
Με μάτια ξένα κοιτάζουν
τους αθώους εαυτούς τους, δίνουν άφεση
για τα στυγερά τους εγκλήματα.
Κ αδημονούν για την
απαστράπτουσα αναγνώριση τους.
Για τη θέαση των
πανέμορφων εαυτών τους στα μάτια του
ανθρώπου.
Μιλούν δυνατά, μήπως κ
σωπάσουν οι φωνές μέσα στο μυαλό τους.
Κ όλο γελάνε. Για να μη
φανεί η θλίψη στα χείλη τους.
Μη φανούν.
Κ ολο γελάνε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου