Translate

Τρίτη 9 Μαΐου 2017

Πολυχρωμοι καμβαδες


Τίποτα σε αυτόν τον κόσμο δεν είναι ίδιο κ απαράλλαχτο με κάτι άλλο.
Όλα είναι μοναδικά κ διαφορετικά.
Τα λουλούδια, τα δέντρα, οι άνθρωποι.
Όλα έχουν ξεχωριστό μέγεθος, σχήμα, χρώμα.
Όμορφα που είναι τα χρώματα.
Πιάνεις με την άκρη του πινέλου σου την παχύρευστη δομή τους
κ δημιουργείς κόσμους.
Αλλοτινούς κ μελλούμενους.
Υπαρκτούς κ φαντασιακούς.
Πετάς σε ουρανούς ατέλειωτους κ ακουμπάς σε θάλασσες βαθιές.
Μόνο με χρώματα.

Σαφώς υπάρχουν κ άλλα χρώματα, που δε τοποθετούνται σε καμβάδες .
Άλλα, που καθορίζουν ανθρώπινες ζωές, δίχως τη θέληση τους.
Χρώματα, που σε κάνουν να στραβοκοιτάζεις όποιον τα “φοράει” στο δρόμο.
Αυτά που σε ωθούν να αποτραβηχτείς, για να μην τα αγγίξεις.
Αυτά τα χρώματα ευθύνονται για το ρατσισμό, όχι οι άνθρωποι.
Ποιον κοροϊδεύεις ? Φυσικά κ είναι οι άνθρωποι οι υπεύθυνοι.
Αυτοί που είναι μεγαλωμένοι έτσι, που τρέμουν τη διαφορετικότητα κ που δεν έκαναν τίποτα για να αλλάξουν αυτή την
κάκια “συνήθεια”. Απλώς εφησυχάστηκαν στην ανωτερότητα τους να γεννηθούν λευκοί αντί για μαύροι, κίτρινοι, πράσινοι,
τρικολόρε.....
Ίσως πάλι να μη φταίνε εξ ολοκλήρου αυτοί, άλλα η εποχή που ενισχύει τις φυλετικές κ άλλου είδους διακρίσεις.
Έτσι, γιατί τη συμφέρει. Γιατί δε θα ταν ωραίο να υπάρχει ισότητα κατά τη γνώμη της.
Γιατί όπως κ να το κάνουμε δε γεννηθήκαμε ίσοι.
Χωρίς αυτό να σημαίνει πως είναι κακό. Εν αντιθέσει αυτή η ανισότητα είναι τόσο μα τόσο ενδιαφέρουσα. Έχεις χιλιάδες
καινούρια πράγματα να μάθεις καθημερινά από τους “άλλους”, απ τους μη ίδιους με σένα.
Μονό που σκέφτομαι πως μπορεί να ήμαστε όλοι όμοιοι με πιάνει ανία.
Γοητεύσου λοιπόν απ την ανομοιογένεια που επικρατεί γύρω σου. Απόλαυσε την, απόκτησε γνώσεις.
Μη την απορρίπτεις. Δες πόσο όμορφος είναι ένας καμβάς ποτισμένος με πολλά χρώματα.
Πόσο βαρετός είναι ένας απλός λευκός καμβάς.

Όνειρα. Αιωνία φυλακή.
Τυχάρπαστοι διαβάτες... άνθρωποι.
Οδεύουν στη σκιά τους.
Περπατούν στους δρόμους κουβαλώντας στρωματά.
Για ένα καινούριο σπίτι .Να νέο όνειρο.
Το οποίο είναι ήδη νεκρό.
Όνειρα.. που πεθαίνουν κατά την εκπλήρωση τους.
Απομένουν τα στρωματά.
Με μοναδική συντροφιά το φόβο.
Ανοιχτά παράθυρα.
Ανεπαρκής αέρας.
Παγωμένα συναισθήματα.
Κόσμος. Έρχεται , φεύγει.
Μια αίσθηση ενδιαφέροντος πλανάται στην ατμοσφαίρα.
Πλασματικό.
Σκιάς όναρ άνθρωπος.”
Εκλιπαρώντας για έναν αιώνιο ύπνο.
Και όμως κάποια στιγμή θα ξυπνήσει.
Ήρθε το πρωί , πρέπει να αναλάβει τα καθήκοντα της.
Με ακολουθά.
Και γω τη διώχνω...
Πιστό της δημιούργημα.

Αυτό που βλέπουν μόνο τα μάτια.
Τα βλέφαρα καθώς ανοιγοκλείνουν και φυλακίζουν μέσα τους χιλιάδες στιγμές.
Είναι άραγε τίποτε απ' όλα αυτά αληθινό ?
Οι δρόμοι που εκτείνονται, οι άνθρωποι που χαμογελούν, η βροχή που πέφτει στα ξηρά σώματα
μας για να ξεπλύνει καθετί μόνιμο.
Τα ίδια κάγκελα μιας ονειρεμένης φυλακής, αιωνία δευτερόλεπτα, αλυσοδεμένα σε μια μάτια.
Και όλο κοιτάζεις. Και όμως, τι βλέπεις?
Τη ντροπή που νιώθω καθώς γεννιέμαι κάθε μέρα και πάλι άνθρωπος ?
Αυτή τη βλέπεις ?
Τις πλασματικές ανάγκες που συντρέχουν το είναι σου?
Αυτό μήπως ?
Το ότι αγαπάς αγάπες μεροληπτικές κρύβοντας την εγωπάθεια σου μέσα σε όμορφα ρούχα.
Αυτό βλέπω εγώ.
Πίσω απ όλα αυτά , μαχόμαστε για την αλήθεια.
Για την λύτρωση. Και για όλες αυτές τις βαρύγδουπες εκφράσεις.
Είναι όσα βλέπει το μυαλό, που πότε δεν κάνει λάθος, στο εγγυώμαι.

Απόκριες





































Δια βίου φορεσιά μας.
Μάσκες.
Φαντεζύ και απλές. Με πούπουλα και σχέδια ανάγλυφα.
Κόκκινες, μαύρες.
Πολύ σπάνια διαφανείς.
Πασχίζεις να τις αποταχτείς.
Τα χέρια στο έδαφος καταλήγουν αποκαμωμένα.
Γύρνα πίσω το χρόνο.
Ολόκληρη περιουσία ξόδεψες για να αποκτήσεις τούτες τις μάσκες.
Ειδικά αυτή η χαμογελαστή, ήταν αλήθεια πανάκριβη !!
Κάτω απ την πήλινη χροιά της, κραυγές πηγαινοέρχονται με μοναδικό αποδέκτη...
εσένα.
Οι αλήθειες ολόγυρα συνθλίβονται μανιασμένες.
Και συ το ψέμα σου έχεις αγκαλιά.
Και βαδίζεις.
Όπως πάντα όμορφη.
Και χαμογελαστή.




Κοτσύφια




Γλυκός απόηχος μιας ζωής που χάνεται.
Φθαρμένη σαν ένας κορμός γερασμένου δέντρου.
Απομεσήμερο μιας βροχερής μέρας, μιας ψεύτικης ευτυχίας.
Περνούν τα σύννεφα κ ορμά ηλιόλουστος ο πόνος.
Πόνος για ζωή, ποτέ δε συμβιβάστηκες.
Όμοια πραγματικότητα, αυτή των άλλων.
Ποτέ δε συμβιβάστηκες.
Μ' αυταπάτες περνούσαν οι μέρες, αχνές , ανύπαρκτες σχεδόν.
Μια ουτοπία που σε κρατούσε ζωντανό.
Αυτή της ελευθερίας.
Πόσο το ήθελες να αισθανθείς ελεύθερος, όμοια με τα όνειρα των κοτσυφιών.
Εκείνα τα μικρά, ανάλαφρα όνειρα που τα ωθούν στο πέταγμα.
Διαπερνούν τους ορίζοντες, τις διαστάσεις, το χρόνο κ χάνονται.
Αναζητώντας μια καταπράσινη θάλασσα για να γευτούν το αλμυρό νερό.
Να βυθιστούν στα πανύψηλα κύματα, να εξισωθούν με την παγερή τρυφεράδα της ορμής τους.
Κ ίσως έτσι προσπεράσει η θλίψη. Έτσι όπως περνούν οι σκέψεις.
Σε μια στιγμή. Κ ίσως νιώσεις ελεύθερος. Ίσως.
Ποιος έφραξε τη δίοδο?
Ποιος μας τη στέρησε την ευτυχία?
Να ταν αυτός που άλλοτε σιγοτραγούδαγε την ανάμνηση του γέλιου μας...
Αυτός που έσφιγγε το χέρι μας, καθώς περνούσαμε τις ανθισμένες πύλες...
Τις πύλες με τα θρονιασμένα βλέφαρα στο διάβα τους.
Κ όλοι κοιτούσαν με καμάρι το σταθερό μας βήμα.
Ένα δύο, ένα δύο.
Κ εμείς ηθελημένα ξεχνούσαμε το ρυθμό κ ξεστρατίζαμε απ' τις δικές τους παρελάσεις.
Βαριές οι πλάκες που σκεπάζουν πια το χθεσινό μας γέλιο.
Αυλάκια ανοίγουνε τα δάκρυα στο κρύο χώμα που γλιστράει πια μέσα απ' τα βλέφαρα μας.
Σαθρός ο αέρας που αναπνέουν τα περασμένα τα τραγούδια μας.
Τώρα πια μοναχά σιωπή.
Μήτε μελωδίες, μήτε φωνές.
Αυτές οι ευτυχισμένες φωνές, που αντηχούσαν απ' τα χείλη μας..
ξεθώριασαν πια.
Ξεθώριασαν κ οι κουρτίνες που κάποτε ανοίγαμε για να λουστεί το δώμα μας με φως.
Τώρα οι δρόμοι κατάμεστοι απ' τα πανό, μα εμείς άφαντοι.
Εγώ, ξέρω που κείτομαι.
Μα εσύ...